σάρκα
[ˈsarka]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fleischουδέτερο | Neutrum, sächlich nσάρκα ανθρώπουσάρκα ανθρώπου
- (Frucht-)Fleischουδέτερο | Neutrum, sächlich nσάρκα φρούτουσάρκα φρούτου