„ρόπαλο“: ουδέτερο ρόπαλο [ˈropalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Keule, Knüppel Keuleθηλυκό | Femininum, weiblich f ρόπαλο Knüppelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρόπαλο ρόπαλο