„ρυζόγαλο“: ουδέτερο ρυζόγαλο [riˈzoɣalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Milchreis Milchreisαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρυζόγαλο ρυζόγαλο