„ροχαλητό“: ουδέτερο ροχαλητό [roxaliˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schnarchen Schnarchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ροχαλητό ροχαλητό