„ρουχισμός“: αρσενικό ρουχισμός [ruçizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bekleidung Bekleidungθηλυκό | Femininum, weiblich f ρουχισμός ρουχισμός