„ριζοσπαστικός“ ριζοσπαστικός [rizospastiˈkos], ριζοσπαστική, ριζοσπαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) radikal radikal ριζοσπαστικός ριζοσπαστικός