„ρηχός“ ρηχός [riˈxos], ρηχή, ρηχόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) seicht, flach seicht ρηχός νερό, κ., χαμηλού επιπέδου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ρηχός νερό, κ., χαμηλού επιπέδου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ flach ρηχός σκεύος, κ., επιφανειακός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ρηχός σκεύος, κ., επιφανειακός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ examples ρηχάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl seichtes Wasserουδέτερο | Neutrum, sächlich n seichte Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich f ρηχάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl