„ρατσιστής“: αρσενικό ρατσιστής [ratsisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rassist Rassistαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρατσιστής ρατσιστής