ραδιοτηλεοπτικός
[raðiotileoptiˈkos], ραδιοτηλεοπτική, ραδιοτηλεοπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ραδιοτηλεοπτικός οργανισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mRundfunkanstaltθηλυκό | Femininum, weiblich f