„Ρίγα“: θηλυκό Ρίγα [ˈriɣa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Riga Rigaουδέτερο | Neutrum, sächlich n Ρίγα Ρίγα
„ρίγα“: θηλυκό ρίγα [ˈriɣa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Streifen Streifenαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρίγα σε ύφασμα, ρούχο ρίγα σε ύφασμα, ρούχο