„ρέω“: αμετάβατο ρήμα ρέω [ˈreo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <ρέεις; έρρευσα>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fließen, strömen fließen ρέω ρέω strömen ρέω κ. χρήματα, κεφάλαιο ρέω κ. χρήματα, κεφάλαιο examples ρέω προς τα πίσω zurückströmen ρέω προς τα πίσω