πωλητής
[poliˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verkäuferαρσενικό | Maskulinum, männlich mπωλητήςπωλητής
examples
- πλανόδιος πωλητήςStraßenhändlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πωλητής εφημερίδωνZeitungsverkäuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m