„πωλητήριο“: ουδέτερο πωλητήριο [poliˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kaufvertrag Kaufvertragαρσενικό | Maskulinum, männlich m πωλητήριο πωλητήριο