„πυροβολημένος“ πυροβολημένος [pirovoliˈmenos], πυροβολημένη, πυροβολημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) angeschossen angeschossen πυροβολημένος πυροβολημένος