„πυρασφάλεια“: θηλυκό πυρασφάλεια [piraˈsfalia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feuerversicherung Feuerversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f πυρασφάλεια πυρασφάλεια