„πρώτιστος“ πρώτιστος [ˈprotistos], πρώτιστη, πρώτιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) allererste allererste(r, s) πρώτιστος πρώτιστος