„Πρώσος“: αρσενικό Πρώσος [ˈprosos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Preuße Preußeαρσενικό | Maskulinum, männlich m Πρώσος ιστορία | Geschichteιστ Πρώσος ιστορία | Geschichteιστ