„πρόσκρουση“: θηλυκό πρόσκρουση [ˈproskrusi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufprall Aufprallαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόσκρουση πρόσκρουση