„πρόποση“: θηλυκό πρόποση [ˈproposi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trinkspruch Trinkspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόποση πρόποση examples κάνω πρόποση σε κάποιον jemandem zuprosten κάνω πρόποση σε κάποιον