πρόλογος
[ˈproloɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vorwortουδέτερο | Neutrum, sächlich nπρόλογοςπρόλογος
- Einleitungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόλογος βιβλίουπρόλογος βιβλίου