„πρόβατο“: ουδέτερο πρόβατο [ˈprovato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schaf Schafουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρόβατο πρόβατο examples είναι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας οικείο | umgangssprachlichοικ er/sie ist das schwarze Schaf der Familie είναι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας οικείο | umgangssprachlichοικ