πρωτοφανής
[protofaˈnis], πρωτοφανής, πρωτοφανέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beispiellosπρωτοφανής ασύγκριτοςπρωτοφανής ασύγκριτος
- phänomenalπρωτοφανής μοναδικόςπρωτοφανής μοναδικός
- unerhörtπρωτοφανής ανήκουστοςπρωτοφανής ανήκουστος