πρωτοποριακός
[protoporiˈakos], πρωτοποριακή, πρωτοποριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πρωτοποριακή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fPionierarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f