„πρωτοδικείο“: ουδέτερο πρωτοδικείο [protoðiˈkjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Landesgericht Landesgerichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρωτοδικείο πρωτοδικείο