„πρωτοβουλία“: θηλυκό πρωτοβουλία [protovuˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Initiative Initiativeθηλυκό | Femininum, weiblich f πρωτοβουλία πρωτοβουλία examples παίρνω την πρωτοβουλία die Initiative ergreifen παίρνω την πρωτοβουλία με δική μου/σου/του πρωτοβουλία aus eigener Initiative, auf eigene Faust με δική μου/σου/του πρωτοβουλία