„προτρέπω“: μεταβατικό ρήμα προτρέπω [proˈtrepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έτρεψα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ermuntern, anregen ermuntern (να zu) προτρέπω anregen προτρέπω προτρέπω