προτεστάντης
[protesˈtandis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Protestantαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροτεστάντης θρησκεία | Religionθρησκπροτεστάντης θρησκεία | Religionθρησκ