προσφεύγων
[prosˈfevɣon]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beschwerdeführerαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροσφεύγων νομικός όρος | Rechtswesenνομπροσφεύγων νομικός όρος | Rechtswesenνομ