„προσπαθώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα προσπαθώ [prospaˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -θησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich bemühen, versuchen sich bemühen προσπαθώ καταβάλλω προσπάθειες προσπαθώ καταβάλλω προσπάθειες versuchen (να zu) προσπαθώ δοκιμάζω προσπαθώ δοκιμάζω