„προσμονή“: θηλυκό προσμονή [prozmoˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erwartung Erwartungθηλυκό | Femininum, weiblich f προσμονή προσμονή examples με προσμονή erwartungsvoll με προσμονή