προσδοκία
[prozðoˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erwartungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσδοκίαπροσδοκία
examples
- προσδοκίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplErwartungshaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f