„προσδένομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα προσδένομαι [prozˈðenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-δέθηκα; -δεμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich anschnallen sich anschnallen προσδένομαι προσδένομαι