„προσαρμογέας“: αρσενικό προσαρμογέας [prosarmoˈjeas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Netzteil, Adapter Netzteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n προσαρμογέας Adapterαρσενικό | Maskulinum, männlich m προσαρμογέας προσαρμογέας