„προσαμμώνω“: μεταβατικό ρήμα προσαμμώνω [prosaˈmono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abschmirgeln abschmirgeln προσαμμώνω προσαμμώνω