„προπατορικός“ προπατορικός [propatoriˈkos], προπατορική, προπατορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erb- Erb- προπατορικός προπατορικός examples προπατορικό αμάρτημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Erbsündeθηλυκό | Femininum, weiblich f προπατορικό αμάρτημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n προπατορικός εχθρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Erbfeindαρσενικό | Maskulinum, männlich m προπατορικός εχθρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m