προνοητικότητα
[pronoitiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Voraussichtθηλυκό | Femininum, weiblich fπρονοητικότηταWeitblickαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρονοητικότηταπρονοητικότητα