προμηθεύομαι
[promiˈθevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich beschaffenπρομηθεύομαιπρομηθεύομαι
- beziehenπρομηθεύομαι εμπόρευμαπρομηθεύομαι εμπόρευμα