προκυμαία
[prokjiˈmea]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kaiαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροκυμαία ναυτικός όρος | Nautik, SchifffahrtναυτSeepromenadeθηλυκό | Femininum, weiblich fπροκυμαία ναυτικός όρος | Nautik, SchifffahrtναυτMoleθηλυκό | Femininum, weiblich fπροκυμαία ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτπροκυμαία ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ