„προκαταβάλλω“: μεταβατικό ρήμα προκαταβάλλω [prokataˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αλα; -λήθηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vorauszahlen, anzahlen vorauszahlen, anzahlen προκαταβάλλω προκαταβάλλω