προκαθορισμένος
[prokaθorizˈmenos], προκαθορισμένη, προκαθορισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vorherbestimmtπροκαθορισμένοςπροκαθορισμένος
Thank you for your feedback!