προθερμαίνομαι
[proθerˈmenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich einspielenπροθερμαίνομαι μουσ αθλητισμός | Sportαθλπροθερμαίνομαι μουσ αθλητισμός | Sportαθλ