„προηγούμενο“: ουδέτερο προηγούμενο [proiˈɣumeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Präzedenzfall Präzedenzfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m προηγούμενο προηγούμενο