„προηγουμένως“: επίρρημα προηγουμένως [proiɣuˈmenos]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vorher, zuvor, vorhin vorher, zuvor προηγουμένως προηγουμένως vorhin προηγουμένως πριν από μια στιγμή προηγουμένως πριν από μια στιγμή