προετοιμάζω
[proetiˈmazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vorbereiten (για auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)προετοιμάζω κ. ψυχικάπροετοιμάζω κ. ψυχικά
- herrichtenπροετοιμάζω κρεβάτι για καλεσμένους, σπίτιπροετοιμάζω κρεβάτι για καλεσμένους, σπίτι