„προγεφύρωμα“: ουδέτερο προγεφύρωμα [projeˈfiroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brückenkopf Brückenkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m προγεφύρωμα προγεφύρωμα