„προγευματίζω“: αμετάβατο ρήμα προγευματίζω [projevmaˈtizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) frühstücken frühstücken προγευματίζω προγευματίζω