προβολέας
[provoˈleas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-είς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Scheinwerferαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροβολέας αυτοκίνητο | Autoαυτοκπροβολέας αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
examples
- προβολέας αλογόνουHalogenscheinwerferαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προβολέας ταινίαςFilmprojektorαρσενικό | Maskulinum, männlich m