„προβάρω“: μεταβατικό ρήμα προβάρω [proˈvaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anprobieren anprobieren προβάρω ρούχο προβάρω ρούχο