„προαστιακός“: αρσενικό προαστιακός [proastiaˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) S-Bahn® S-Bahn®θηλυκό | Femininum, weiblich f προαστιακός προαστιακός