„προαγωγή“: θηλυκό προαγωγή [proaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beförderung Beförderungθηλυκό | Femininum, weiblich f προαγωγή υπαλλήλου προαγωγή υπαλλήλου